- εκβρασμός
- ἐκβρασμός, ο (Α)1. το έκβρασμα2. κλονισμός, σάλος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐκβρασμός — trembling masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εκβρασμός — ο το έκβρασμα (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐκβρασμούς — ἐκβρασμός trembling masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκβρασμόν — ἐκβρασμός trembling masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)